- κωδωνίτσιν
- κωδωνίτσιν, τὸ (Μ)κουδουνάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + υποκορ. κατάλ. -ίτσιν (πρβλ. κρασ-ίτσιν, κρομμυδ-ίτσιν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… … Dictionary of Greek